- σπιρουνίζω
- σπιρουνίζω, σπιρούνισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σπιρουνίζω — και σπιρουνιάζω σπιρούνισα, κεντώ με τα σπιρούνια: Σπιρούνισε το άλογο και έφυγε καλπάζοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπιρουνίζω — και σπηρουνίζω Ν βλ. σπιρουνιάζω … Dictionary of Greek
εγκεντρίζω — (AM ἐγκεντρίζω) 1. (για φυτά) εμβολιάζω, μπολιάζω 2. κεντρίζω, ερεθίζω, παρακινώ 3. (για άλογα) κεντρίζω, σπιρουνίζω μσν. προσαρμόζω, συγκολλώ αρχ. συγκεντρώνω … Dictionary of Greek
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
πτερνίζω — ΝΜΑ [πτέρνη / πτέρνα] χτυπώ με τη φτέρνα, λακτίζω, κλοτσώ νεοελλ. 1. χτυπώ άλογο με τον πτερνιστήρα, σπιρουνίζω 2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, κεντρίζω κάποιον μσν. αρχ. μτφ. παλεύω και, τελικά, κατανικώ την κακία, τα πάθη και γενικά τον Σατανά… … Dictionary of Greek
σπιρουνιάζω — και σπηρουνιάζω και σπιρουνίζω Ν [σπιρούνι] 1. κεντώ το άλογο με το σπιρούνι 2. κεντρίζω, προτρέπω έντονα κάποιον να κάνει κάτι … Dictionary of Greek
σπιρούνισμα — και σπηρούνισμα, το, Ν [σπιρουνίζω] 1. η κέντηση, το χτύπημα τού αλόγου με το σπιρούνι 2. μτφ. έντονη προτροπή, παρακίνηση … Dictionary of Greek